- ὑποβρέχει
- ὑποβρέχωsoaks awaypres ind mp 2nd sgὑποβρέχωsoaks awaypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποβρέχω — Α 1. (για μέθυσο) πίνω λιγάκι, κουτσοπίνω («τὸ λοιπόν τῆς ἡμέρας ὑποβρέχει», Άλεξ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ὑποβεβρεγμένος, η, ον ελαφρά μεθυσμένος … Dictionary of Greek